- κιγκλίδες
- κιγκλίςlatticed gatesfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιγκλίδα — ἡ (ΑΜ κιγκλίς, ίδος) 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος 2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον… … Dictionary of Greek
CANCELLE — Graece κιγκλίδες, item δρύφαχτα, omne conseptum Latinis dictum est. Papiae, ligna subtilia in transversum facta, vel de ferro in modum retis, nunc vero et de lapidibus fiunt. Scholiastes Aristophanis, κιγκλίδες ἔμπροςθεν τῶ ςθυρῶν ἱςάμεναι, ante… … Hofmann J. Lexicon universale
δρύφακτο — το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο) ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα νεοελλ. 1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο … Dictionary of Greek
κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
διάστυλα — το (Μ διάστυλα) οι κιγκλίδες που χωρίζουν τον κυρίως ναό από το Άγιο Βήμα … Dictionary of Greek
θυροκιγκλίδες — θυροκιγκλίδες, αἱ (Α) επιγρ. κιγκλίδες που σχηματίζουν θύρα, οι καγκελόπορτες … Dictionary of Greek
κιγκλιδοποιός — ὁ αυτός που κατασκευάζει κιγκλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιγκλίς, ίδος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κιγκλιδώνω — [κιγκλίς] φράζω με κιγκλίδες, κογκελώνω, περιβάλλω με κιγκλίδωμα … Dictionary of Greek
μακελλωτός — μακελλωτός, ή, όν (Α) περιφραγμένος με κιγκλίδες, με κάγκελα, καγκελωτός, κιγκλιδωτός («μακελλωταὶ θύραι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «τόπος περιφραγμένος» + κατάλ. (ω)τός (πρβλ. λατ. macellotae)] … Dictionary of Greek
АЛТАРНАЯ ПРЕГРАДА — ограждение в христ. храме, отделяющее пространство алтаря от наоса. «Преграда (κάγκελλα) показывает место молитвы, обозначая внешней стороной пространство, куда входит народ, а внутренней Святая Святых, куда дозволен доступ одним… … Православная энциклопедия